- τυφήρης
- -ῆρες, Α1. κατασκευασμένος από τύφη2. φρ. «λύχνος τυφήρης» — λύχνος αναμμένος, λυχνάρι που καίει.[ΕΤΥΜΟΛ. < τύφη (Ι) ή από το ρ. τύφομαι + κατάλ. -ήρης* (πρβλ. ποδ-ήρης)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τυφήρεα — τῡφήρεα , τυφήρης made from neut nom/voc/acc pl (epic ionic) τῡφήρεα , τυφήρης made from masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ηρης — (I) < ΙE *ar «ταιριάζω, συνδέω», (απ όπου το αραρίσκω* «συνδέω, ταιριάζω εφοδιάζω»), με έκταση (λόγω τής συνθέσεως). Την ίδια σημασία («εφοδιασμένος με, έχων...») έχει και το ήρης (πρβλ. ξιφ ήρης, χαλκ ήρης, κ.ά.), ενώ λειτουργεί ως απλό… … Dictionary of Greek